Πρόλογος & Κύρια Ευρήματα
Κέλλυ Κική
Δημοσιογράφος Δεδομένων - Project Manager iMEdD Lab
Το πρόβλημα της απώλειας της εμπιστοσύνης στον Τύπο είναι, φυσικά, διεθνές και έχει ήδη αποκτήσει χαρακτηριστικά διαχρονικότητας. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, για την οποία μπορούμε να μιλήσουμε και βιωματικά, το έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τους φορείς της ενημέρωσης είναι, θα λέγαμε, μια εμπεδωμένη κατάσταση –τόσο που είναι κανείς να αναρωτιέται εάν η ανάδειξή του εντυπωσιάζει κανέναν άλλο, εάν αγωνιά για την αντιστροφή των δεδομένων κάποιος άλλος, εκτός από τους ίδιους τους λειτουργούς της δημοσιογραφίας, όταν και εκείνοι το κάνουν. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τη χρήση του χαρακτηρισμού «τέταρτη εξουσία» στον δημόσιο λόγο: το σημαίνον που κάποτε μπορεί να δήλωνε τον αυτόνομο και ελεγκτικό, προς το δημόσιο συμφέρον, ρόλο των μέσων ενημέρωσης, προ πολλού πλέον χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει χλευαστικά μια κλαδική ισχύ προερχόμενη όχι από τον έλεγχο των εξουσιών αλλά, αντιθέτως, από τη διαπλοκή της βιομηχανίας της ενημέρωσης με αυτές.
Και έπειτα έρχονται, συχνά πυκνά, τα νούμερα: στην ετήσια έρευνα αναφοράς για την εμπιστοσύνη στις ειδήσεις, στην Έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο (Digital News Report) του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, το 2022 η Ελλάδα διατηρεί τα παραδοσιακά χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης του κόσμου στις ειδήσεις και, επίσης, έρχεται τελευταία, σε σύνολο 46 χωρών, ως προς τα ποσοστά των πολιτών που πιστεύουν ότι τα μέσα ενημέρωσης είναι, αφενός, ανεξάρτητα από αθέμιτες πολιτικές επιρροές (7%) και, αφετέρου, ανεξάρτητα από αθέμιτες επιχειρηματικές επιρροές (8%). Έτσι, η άποψη του κοινού, όπως αποτυπώνεται στην Έκθεση, «συμπληρώνει» την ετήσια μελέτη των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα η οποία φέρνει την Ελλάδα στην 108η θέση ως προς την ελευθερία του Τύπου, σε σύνολο 180 χωρών παγκοσμίως.
Κατά συνέπεια, μια εγχώρια έρευνα για την εμπιστοσύνη του κοινού στη δημοσιογραφία θα μπορούσε κανείς να τη θεωρήσει έργο καθ’ υπερβολή, εκ του περισσού γενόμενο. Είναι, όμως, προφανές ότι στο iMEdD δεν αποφασίσαμε την εκπόνηση μιας τέτοιας έρευνας διερωτώμενοι στ’ αλήθεια τι θα αποκριθούν οι συμμετέχοντες σε ένα ερώτημα που έχει ήδη απαντηθεί. Ενόψει τότε της Διεθνούς Εβδομάδας Δημοσιογραφίας 2022, το αποφασίσαμε με τη σκέψη ότι προστιθέμενη αξία έχει να διερευνηθούν οι στάσεις και οι αντιλήψεις του κοινού για τη δημοσιογραφία παράλληλα με αυτές των ίδιων των λειτουργών της. Το αγαθό της ενημέρωσης το προσφέρουν, άλλωστε, κάποιοι, επειδή αποτελεί δικαίωμα όλων. Πώς αντιλαμβάνονται, λοιπόν, την ασκούμενη δημοσιογραφία οι ίδιοι οι φορείς της και πώς την εισπράττουν εκείνοι στους οποίους απευθύνεται;
Η πανελλαδικής κάλυψης έρευνα για την εμπιστοσύνη του κοινού στη δημοσιογραφία, η οποία διεξήχθη από τη Μονάδα Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, από την 1η έως τις 9 Σεπτεμβρίου 2022 με τη συμμετοχή 1.536 πολιτών, παρουσιάζεται μαζί με την αντίστοιχη έρευνα για την εμπιστοσύνη των ίδιων των δημοσιογράφων στη δημοσιογραφία. Και έρχεται να αναδείξει σημεία σύγκλισης και απόκλισης των απόψεων και των εμπειριών όσων παράγουν και όσων προσλαμβάνουν το δημοσιογραφικό έργο.
Σε επίπεδο αξιών, το κοινό συντάσσεται με την άποψη των επαγγελματιών του χώρου: το 70,5% θεωρεί ότι η δημοσιογραφία αποτελεί λειτούργημα και, στη συντριπτική πλειονότητά του (89,5%), αποκρίνεται ότι η δημοσιογραφία είναι απαραίτητη για τη δημοκρατία. Ωστόσο, στην πράξη, και στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κρίσης της εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς που προκύπτει και από την παρούσα έρευνα, οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με το ποσοστό δυσπιστίας απέναντί τους να φτάνει το 67,5% –συγκριτικά, πρόκειται για το δεύτερο μεγαλύτερο, μετά το ποσοστό δυσπιστίας απέναντι στα πολιτικά κόμματα, το οποίο ανέρχεται στο 77,5%.
Το έλλειμμα εμπιστοσύνης εκφράζεται προς κάθε κατηγορία μέσου ενημέρωσης, με την τηλεόραση να βρίσκεται στη χείριστη θέση (το 72% του κοινού τής δείχνει λίγη ή καθόλου εμπιστοσύνη), ακολουθούμενη από τις ιστοσελίδες (το 50% του κοινού δεν τις εμπιστεύεται). Μάλιστα, αυτό συμβαίνει τη στιγμή που ιστοσελίδες και ραδιοτηλεόραση είναι οι πιο δημοφιλείς κατηγορίες μέσων ενημέρωσης, με ποσοστά προτίμησης του κοινού για την ενημέρωσή του 37% και 31% αντίστοιχα. Παράλληλα, επαναλαμβανόμενο εύρημα αποτελεί το ακόμη υψηλότερο ποσοστό δυσπιστίας ειδικά των νεότερων, όσων έχουν λάβει ανώτερη/ανώτατη εκπαίδευση και όσων, στον άξονα Αριστερά - Δεξιά, τοποθετούν εαυτούς στην Αριστερά και στο Κέντρο.
Ενδεικτικά, όταν το κοινό καλείται να κρίνει πώς καλύπτουν τα μέσα ενημέρωσης τέσσερα θέματα της επικαιρότητας, απαντά «ανεπαρκώς» κατά 62% για τον πόλεμο στην Ουκρανία, κατά 57% για την ενεργειακή κρίση, κατά 55% για την ακρίβεια και κατά 62,5% για την υπόθεση των υποκλοπών. Μάλιστα, ως προς την τελευταία, η οποία, αφενός, συνιστά δημοσιογραφική αποκάλυψη και, αφετέρου, περιλαμβάνει και δημοσιογράφους ως θύματα, το 34% του κοινού αποκρίνεται ότι καλύπτεται «σίγουρα ανεπαρκώς» και το 28,5% λέει «μάλλον ανεπαρκώς».
Η άποψη του κοινού παραμένει αμετάβλητη, όταν οι συμμετέχοντες ερωτώνται πόσο εμπιστεύονται συγκεκριμένα τους δημοσιογράφους: το 74% επί του συνόλου του δείγματος δηλώνει λίγη ή καθόλου εμπιστοσύνη και το ποσοστό αυτό επίσης αυξάνεται, όταν η ανάλυση εστιάζει στις νεότερες ηλικιακές ομάδες, στους απόφοιτους ανώτερης/ανώτατης εκπαιδευτικής βαθμίδας και σε όσους πολιτικά αυτοπροσδιορίζονται στο Κέντρο και αριστερά αυτού.
Αν και το κοινό θεωρεί τους δημοσιογράφους καλά καταρτισμένους (65%), στη συντριπτική πλειονότητά του (85%) πιστεύει ότι «επιχειρούν να χειραγωγήσουν τον κόσμο» και παράλληλα θεωρεί ότι «λογοκρίνονται από τους προϊσταμένους τους» (83,5%). Σημειωτέον ότι το τελευταίο στοιχείο επιβεβαιώνεται από τη δημοσιογραφική κοινότητα, δεδομένου ότι, ανάλογα με τα επιμέρους κίνητρα ή αιτίες των παρεμβάσεων, μόλις τρεις ή τέσσερις στους δέκα δημοσιογράφους δηλώνουν ότι δεν λογοκρίνονται «ποτέ» από ανώτερους ιεραρχικά.
Ωστόσο, η εικόνα που το κοινό έχει για το δημοσιογραφικό επάγγελμα φαίνεται ότι αποκλίνει από την εργασιακή πραγματικότητα που καταθέτουν οι επαγγελματίες: τη στιγμή που το 54% του κοινού πιστεύει ότι οι δημοσιογράφοι «είναι καλά αμειβόμενοι», το 55% των δημοσιογράφων λέει ότι δεν πληρώνεται πάντοτε στην ώρα του. Μάλιστα, το 28% των επαγγελματιών που συμμετείχαν στην έρευνα για την εμπιστοσύνη των δημοσιογράφων στη δημοσιογραφία δηλώνει ότι το μηνιαίο καθαρό εισόδημά του από το επάγγελμα δεν ξεπερνά τα 800 ευρώ και το 29% ότι αμείβεται με 801 έως 1.200 ευρώ καθαρά μηνιαίως.
Από την άλλη πλευρά, σχεδόν ταύτιση απόψεων μεταξύ κοινού και επαγγελματιών προκύπτει όταν το ερευνητικό ερώτημα είναι εάν στην Ελλάδα υπάρχει υπερβολική εξάρτηση, αφενός, των δημοσιογράφων και, αφετέρου, των μέσων ενημέρωσης από τις κυβερνήσεις ή/και τα κόμματα: θετικά αποκρίνεται (και) το κοινό, σε ποσοστά που ξεπερνούν το 90% σε κάθε περίπτωση. Μάλιστα, όταν τίθεται στους πολίτες, εν είδει διλήμματος, το ερώτημα εάν για την αύξηση της εμπιστοσύνης στη δημοσιογραφία αρκεί η υψηλότερη δυνατή επαγγελματική ακεραιότητα εκ μέρους των δημοσιογράφων ή εάν αρκεί να μην υπάρχει οποιαδήποτε παρέμβαση στο έργο τους, τότε οι πολίτες απαντούν κυρίως το δεύτερο (48%). Το 26,5% «στέκεται» στη μέση, ενώ το 19,5% θεωρεί ότι αρκεί η υψηλότερη δυνατή δημοσιογραφική ακεραιότητα.
Παράλληλα, όταν το κοινό καλείται να αξιολογήσει τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα ως προς την ελευθερία τους, την ανεξαρτησία τους και τον έλεγχο που ασκούν στην εξουσία, δίνει πολύ χαμηλή βαθμολογία κατά 47,5% στην ελευθερία του Τύπου, κατά 66,5% στην ανεξαρτησία του από την πολιτική εξουσία και κατά 65,5% στην οικονομική ανεξαρτησία του. Ωστόσο, το ίδιο το κοινό προδιαγράφει το μέλλον της βιωσιμότητας του κλάδου, όταν αποκρίνεται ότι: πρώτον, δεν διατηρεί ενεργή συνδρομή σε κάποιο έντυπο ή διαδικτυακό μέσο (90%). Δεύτερον, δεν θα συνέχιζε να διαβάζει τις ενημερωτικές ιστοσελίδες της προτίμησής του (70%), εάν από αύριο το πρωί αυτές ήταν συνδρομητικές. Τρίτον, δεν πιστεύει ότι το κοινό πρέπει να πληρώνει για το δημοσιογραφικό περιεχόμενο που καταναλώνει (68%) και, τέλος, τα ενημερωτικά διαδικτυακά μέσα πρέπει να αντλούν τα έσοδά τους από διαφημίσεις (74,5%).
Κάπως έτσι, δεν μπορεί να μην αναλογιστεί κανείς, για ακόμη μία φορά, τον φαύλο κύκλο της οικονομικής ανεξαρτησίας: πώς η δημοσιογραφία θα είναι ακέραια, βιώσιμη και αυθύπαρκτη, εάν δεν υποστηρίζεται παρά από το κοινό της; Και, από την άλλη, πώς μπορεί να περιμένει την υποστήριξη του κοινού, όταν δεν έχει την εμπιστοσύνη του; Αυτό το διττό ερώτημα, στο οποίο ασφαλώς καταλήγουν όλο και συχνότερα οι συζητήσεις για την ποιότητα της ενημέρωσης, δεν έχει απαντηθεί –και δεν απαντάται ούτε στις επόμενες σελίδες. Ελπίζουμε, όμως, οι ενότητες που ακολουθούν να συμβάλλουν στην εκκίνηση μιας ευρύτερης συζήτησης (αυτο)κριτικής και αναζήτησης διεξόδων από τον φαύλο κύκλο.